- τελευτή
- η, ΝΜΑ1. τέλος, έσχατο σημείο, τέρμα, άκρο2. (με ή χωρίς γεν. τού βίου ή τής ζωής)το τέλος τού βίου, ο θάνατος, ιδίως ο φυσικός (α. «η τελευτή τού βίου του» β. «παρὰ τοῡ ὑπηρετοῡντος μοναχοῡ ἔμαθε τὴν τελευτὴν αὐτοῡ», Μηναί.γ. «τελευτὴν δοῡναι», Θουκ.)αρχ.1. εκτέλεση, τέλεση ενέργειας («κραίνην τελευτὰν γάμου», Ηρόδ.)2. έκβαση, αποτέλεσμα («πᾱσαν τελευτὰν πράγματος δεῑξεν», Πίνδ.)3. άκρο μέλους τού σώματος («ἐκ μέσου πάντη πρὸς τὰς τελευτὰς ἴσον ἀπέχον», Πλάτ.)4. (για ρητορική περίοδο, δράμα ή λέξη) κατάληξη5. φρ. «ἐς τελευτήν» — κατά το τέλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού τέλος*, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ρ. *τελεύω (πρβλ. κράτος: κρατευταί)].
Dictionary of Greek. 2013.